αλληλοβοηθητικός
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλληλοβοηθητικ
ός
η
αλληλοβοηθητικ
ή
το
αλληλοβοηθητικ
ό
γενική
του
αλληλοβοηθητικ
ού
της
αλληλοβοηθητικ
ής
του
αλληλοβοηθητικ
ού
αιτιατική
τον
αλληλοβοηθητικ
ό
την
αλληλοβοηθητικ
ή
το
αλληλοβοηθητικ
ό
κλητική
αλληλοβοηθητικ
έ
αλληλοβοηθητικ
ή
αλληλοβοηθητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλληλοβοηθητικ
οί
οι
αλληλοβοηθητικ
ές
τα
αλληλοβοηθητικ
ά
γενική
των
αλληλοβοηθητικ
ών
των
αλληλοβοηθητικ
ών
των
αλληλοβοηθητικ
ών
αιτιατική
τους
αλληλοβοηθητικ
ούς
τις
αλληλοβοηθητικ
ές
τα
αλληλοβοηθητικ
ά
κλητική
αλληλοβοηθητικ
οί
αλληλοβοηθητικ
ές
αλληλοβοηθητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
αλληλοβοηθητικός
<
αλληλο-
+
βοηθητικός
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
αλληλοβοηθητικός
που
βοηθά
ο
ένας
τον
άλλο
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
αλληλοβοηθιέμαι
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
αλληλοβοηθητικός
αγγλικά
:
mutual
help
(en)
,
mutual
aid
(en)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες