βοηθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοηθητικός < αρχαία ελληνική βοηθητικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βοηθητικός, -ή, -ό
- που βοηθάει
- που έχει σκοπό την παροχή βοήθειας
- που είναι δευτερεύων, που δεν είναι κύριος
- (στο στρατό) ο στρατιώτης που για λόγους υγείας δεν μπορεί να φέρει όπλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βοηθός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοηθητικός
|