αλλοχωριανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλοχωριανός, -ή, -ό
- που είναι από άλλο χωριό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλοχωριανός
|