αλογίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλογίσιος | η | αλογίσια | το | αλογίσιο |
γενική | του | αλογίσιου | της | αλογίσιας | του | αλογίσιου |
αιτιατική | τον | αλογίσιο | την | αλογίσια | το | αλογίσιο |
κλητική | αλογίσιε | αλογίσια | αλογίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλογίσιοι | οι | αλογίσιες | τα | αλογίσια |
γενική | των | αλογίσιων | των | αλογίσιων | των | αλογίσιων |
αιτιατική | τους | αλογίσιους | τις | αλογίσιες | τα | αλογίσια |
κλητική | αλογίσιοι | αλογίσιες | αλογίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλογίσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αλογίσιος
- που ταιριάζει με άλογο ή που προέρχεται από αυτό
- αλογίσιο κρέας, αλογίσιο πρόσωπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλογίσιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)