αλουμινόχαρτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

δύο ρολά από αλουμινόχαρτο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλουμινόχαρτο τα αλουμινόχαρτα
      γενική του αλουμινόχαρτου των αλουμινόχαρτων
    αιτιατική το αλουμινόχαρτο τα αλουμινόχαρτα
     κλητική αλουμινόχαρτο αλουμινόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλουμινόχαρτο < αλουμίνιο + -ο- + χαρτί + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλουμινόχαρτο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]