αμουσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμουσία οι αμουσίες
      γενική της αμουσίας των αμουσιών
    αιτιατική την αμουσία τις αμουσίες
     κλητική αμουσία αμουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμουσία < αρχαία ελληνική ἀμουσία < μοῦσα (4. λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική amusia < αρχαία ελληνική ἄμουσος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμουσία θηλυκό

  1. το να μην έχει κάποιος μουσική παιδεία ή ευαισθησία
     συνώνυμα: αφιλομουσία
     συνώνυμα: φιλομουσία
  2. (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) η γενικότερη έλλειψη παιδείας
     συνώνυμα: αμορφωσιά, απαιδευσία
  3. έλλειψη (καλού) γούστου
     συνώνυμα: αγουστιά, ακαλαισθησία, απειροκαλία, αφιλοκαλία
  4. (ειδικότερα) (ιατρική) η ελλιπής ή δυσχερής αντίληψη της μουσικής αρμονίας ή γενικότερα της μουσικής
     αντώνυμα: ευμουσία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]