ανέμπνευστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέμπνευστος η ανέμπνευστη το ανέμπνευστο
      γενική του ανέμπνευστου της ανέμπνευστης του ανέμπνευστου
    αιτιατική τον ανέμπνευστο την ανέμπνευστη το ανέμπνευστο
     κλητική ανέμπνευστε ανέμπνευστη ανέμπνευστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέμπνευστοι οι ανέμπνευστες τα ανέμπνευστα
      γενική των ανέμπνευστων των ανέμπνευστων των ανέμπνευστων
    αιτιατική τους ανέμπνευστους τις ανέμπνευστες τα ανέμπνευστα
     κλητική ανέμπνευστοι ανέμπνευστες ανέμπνευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανέμπνευστος < αν- + (εμπνέω) εμπνευσ- + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈnem.bnef.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νέμπ‐νευ‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανέμπνευστος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr