ανακλητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακλητικός < (ελληνιστική κοινή) ἀνακλητικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ανακλητικός
- που συμβάλλει στην ανάκληση, που είναι απαραίτητος για να ανακληθεί κάτι
- ανακλητικό διάταγμα (που ακυρώνει άλλο, προηγούμενο διάταγμα)
- τροποποιητική και ανακλητική δήλωση του Ε9 (που ουσιαστικά ακυρώνει, ανακαλεί προηγούμενη δήλωση προς την εφορία)
- ανακλητική απόφαση (φορέα, υπουργείου κ.α. που ανακαλεί προηγούμενη σχετική απόφαση)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακλητικός