ανατολικομεσημβρινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατολικομεσημβρινός η ανατολικομεσημβρινή το ανατολικομεσημβρινό
      γενική του ανατολικομεσημβρινού της ανατολικομεσημβρινής του ανατολικομεσημβρινού
    αιτιατική τον ανατολικομεσημβρινό την ανατολικομεσημβρινή το ανατολικομεσημβρινό
     κλητική ανατολικομεσημβρινέ ανατολικομεσημβρινή ανατολικομεσημβρινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατολικομεσημβρινοί οι ανατολικομεσημβρινές τα ανατολικομεσημβρινά
      γενική των ανατολικομεσημβρινών των ανατολικομεσημβρινών των ανατολικομεσημβρινών
    αιτιατική τους ανατολικομεσημβρινούς τις ανατολικομεσημβρινές τα ανατολικομεσημβρινά
     κλητική ανατολικομεσημβρινοί ανατολικομεσημβρινές ανατολικομεσημβρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανατολικομεσημβρινός < ανατολικός + -ο- + μεσημβρινός

Επίθετο[επεξεργασία]

ανατολικομεσημβρινός, -ή, -ό

  1. νοτιοανατολικός
    ※  Ἐπάνω εἰς τὸ φατνωμένον μέρος τοῦ κτιρίου, πρὸς τὸ ἀνατολικομεσημβρινὸν ἥμισυ, ἵπταντο μετοχαί, ἀπαρέμφατα, ἀντωνυμίαι, καὶ ἐκελάδουν μονοτόνως ἐναλλασσόμενα πρόσωπα καὶ ἀριθμοὶ καὶ ἐγκλίσεις, καὶ ἡ ράβδος ἐκράτει συχνὰ τὸν χρόνον ἐπὶ τῶν νώτων τῶν μαθητῶν. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ωχ βασανάκια)
  2. που φυσάει από τα νοτιοανατολικά
  3. που η πρόσοψή του είναι προς τα νοτιοανατολικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]