ανεπιβεβαίωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπιβεβαίωτος < στερητικό αν- + επιβεβαιώνω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπιβεβαίωτος
- που δεν έχει επιβεβαιωθεί, που δεν θεωρείται απολύτως βέβαιος
- ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες μιλούν για δεκάδες νεκρούς από το σεισμό