ανταπεργιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανταπεργιακός η ανταπεργιακή το ανταπεργιακό
      γενική του ανταπεργιακού της ανταπεργιακής του ανταπεργιακού
    αιτιατική τον ανταπεργιακό την ανταπεργιακή το ανταπεργιακό
     κλητική ανταπεργιακέ ανταπεργιακή ανταπεργιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανταπεργιακοί οι ανταπεργιακές τα ανταπεργιακά
      γενική των ανταπεργιακών των ανταπεργιακών των ανταπεργιακών
    αιτιατική τους ανταπεργιακούς τις ανταπεργιακές τα ανταπεργιακά
     κλητική ανταπεργιακοί ανταπεργιακές ανταπεργιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανταπεργιακός < αντι- + απεργιακός

Επίθετο[επεξεργασία]

ανταπεργιακός, -ή. -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]