αντεπιτιθέμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντεπιτιθέμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αντεπιτίθεμαι)
Μετοχή[επεξεργασία]
αντεπιτιθέμενος, -η, -ο
- αυτός που αντεπιτίθεται
- οι εισβολείς εξοντώθηκαν από τον αντεπιτιθέμενο εχθρό