αντιαρρυθμικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιαρρυθμικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιαρρυθμικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιαρρυθμικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου ή ουσίας που επηρεάζει τις ηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες της καρδιάς και τον καρδιακό ρυθμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ρυθμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιαρρυθμικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντιαρρυθμικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιαρρυθμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιαρρυθμικός