αντιγριπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιγριπικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιγριπικός, -ή, -ό
- που καταπολεμά τη γρίπη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιγριπικός
|