αντιμεθυστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμεθυστικός < αντι- + μεθυστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιμεθυστικός, -ή, -ό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέθη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμεθυστικός
|