αντιμνημονιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμνημονιακός < αντιμνημόν(ιο) + -ακός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιμνημονιακός, -ή, -ό
- που είναι αντίθετος με (κάποιο) μνημόνιο
- αντιμνημονιακός αγώνας, αντιμνημονιακή πορεία
- (ουσιαστικοποιημένο) (νεολογισμός) αντίθετος/αρνητής των πολιτικών που επιβλήθηκαν στην (ή άσκησε η) Ελλάδα από το 2010 κ.ε.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιμνημονιακός αρσενικό
- άτομο το οποίο έχει απόψεις οι οποίες αντιτίθενται στο μνημόνιο
- ※ Οι μνημονιακοί, ετερόκλητοι σύμμαχοι που προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τις συμφωνίες που υπέγραφε η χώρα με τους δανειστές και οι αντιμνημονιακοί, αυτό κι αν ήταν άθροισμα, από τη Χρυσή Αυγή ώς το ΚΚΕ. Αυτό το μπλοκ απέδιδε όλα τα δεινά της Ελλάδας, όχι στη χρεοκοπία της, όχι στα δίδυμα θανατηφόρα ελλείμματα, το δημοσιονομικό και το τρεχουσών συναλλαγών, αλλά στα προγράμματα σωτηρίας.
- Τσιχλιάς, Σωκράτης (23 Μαΐου 2015), Μνημόνιο, αντιμνημόνιο, τέλος, Η Καθημερινή
- ※ Οι μνημονιακοί, ετερόκλητοι σύμμαχοι που προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τις συμφωνίες που υπέγραφε η χώρα με τους δανειστές και οι αντιμνημονιακοί, αυτό κι αν ήταν άθροισμα, από τη Χρυσή Αυγή ώς το ΚΚΕ. Αυτό το μπλοκ απέδιδε όλα τα δεινά της Ελλάδας, όχι στη χρεοκοπία της, όχι στα δίδυμα θανατηφόρα ελλείμματα, το δημοσιονομικό και το τρεχουσών συναλλαγών, αλλά στα προγράμματα σωτηρίας.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μνημονιακός
- μνημόνιο
- → δείτε τη λέξη μνήμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμνημονιακός
Πηγές[επεξεργασία]
- αντιμνημονιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)