αντιπερισπασματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπερισπασματικός < αντιπερισπασμός + -ατικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιπερισπασματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αντιπερισπασμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή γίνεται με αντιπερισπασμό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπερισπασματικός