αντιπροίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντιπροίκι | τα | αντιπροίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αντιπροίκι | τα | αντιπροίκια |
κλητική | αντιπροίκι | αντιπροίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπροίκι < μεσαιωνική ελληνική ἀντίπροικο < ἀντί + αρχαία ελληνική προίξ < πρό + ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπροίκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (λογοτεχνικό) δώρο του γαμπρού στη νύφη ή των πεθερικών στο γαμπρό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπροίκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)