αντισυμβαλλόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντισυμβαλλόμενος < αντι- + συμβαλλόμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
αντισυμβαλλόμενος, -η, -ο
- το ένα από τα δύο μέλη μιας σύμβασης
- ※ Οι συγκεκριμένες συναλλαγές διεκπεραιώνονται απευθείας από το δίκτυο των καταστημάτων των τραπεζών με πίστωση του λογαριασμού του αντισυμβαλλομένου και υπολογίζονται εντός του εβδομαδιαίου ορίου που ορίζεται από την Επιτροπή Εγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών για κάθε τράπεζα. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντισυμβαλλόμενος
|