αντλητήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀντλητήριος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντλητήριος η αντλητήρια το αντλητήριο
      γενική του αντλητήριου της αντλητήριας του αντλητήριου
    αιτιατική τον αντλητήριο την αντλητήρια το αντλητήριο
     κλητική αντλητήριε αντλητήρια αντλητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντλητήριοι οι αντλητήριες τα αντλητήρια
      γενική των αντλητήριων των αντλητήριων των αντλητήριων
    αιτιατική τους αντλητήριους τις αντλητήριες τα αντλητήρια
     κλητική αντλητήριοι αντλητήριες αντλητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντλητήριος < (ελληνιστική κοινήἀντλητήριος < αρχαία ελληνική ἀντλέω / ἀντλῶ < ἄντλος

Επίθετο[επεξεργασία]

αντλητήριος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]