απαγορευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαγορευτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀπαγορευτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
απαγορευτικός, -ή, -ό
- που απαγορεύει
- που μας δυσκολεύει να αποκτήσουμε κάτι ή να το αγοράσουμε
- απαγορευτικές τιμές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαγορευτικός