απαγορευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπαγορευτικός, υπαγορευτικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαγορευτικός η απαγορευτική το απαγορευτικό
      γενική του απαγορευτικού της απαγορευτικής του απαγορευτικού
    αιτιατική τον απαγορευτικό την απαγορευτική το απαγορευτικό
     κλητική απαγορευτικέ απαγορευτική απαγορευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαγορευτικοί οι απαγορευτικές τα απαγορευτικά
      γενική των απαγορευτικών των απαγορευτικών των απαγορευτικών
    αιτιατική τους απαγορευτικούς τις απαγορευτικές τα απαγορευτικά
     κλητική απαγορευτικοί απαγορευτικές απαγορευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαγορευτικός < (ελληνιστική κοινήἀπαγορευτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

απαγορευτικός, -ή, -ό

  1. που απαγορεύει
  2. που μας δυσκολεύει να αποκτήσουμε κάτι ή να το αγοράσουμε
    απαγορευτικές τιμές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]