απαράβατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαράβατος < (ελληνιστική κοινή) ἀπαράβατος < ἀ- + αρχαία ελληνική παραβατός < παραβαίνω < παρά + βαίνω
Επίθετο[επεξεργασία]
απαράβατος, -η, -ο
- που δεν είναι δυνατόν να τον παραβούν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαράβατος