απερπάτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απερπάτητος < μεσαιωνική ελληνική απερπάτητος < α- + περπατώ
Επίθετο[επεξεργασία]
απερπάτητος, -η, -ο
- που δεν έχει περπατηθεί ή δεν μπορεί να περπατηθεί
- (μεταφορικά) αδιάβατος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απερπάτητος
|