αποθηκευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποθηκευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθηκεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
αποθηκευμένος, -η, -ο
- που έχει αποθηκευτεί
- αποθηκευμένα υλικά, αρχεία, στοιχεία, βιβλία