αποθησαυρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποθησαυρισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποθησαυρισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποθησαυρισμός αρσενικό
- η συγκέντρωση πλούτου, θησαυρού, το μάζεμα χρημάτων
- όταν το κοινό χάσει την εμπιστοσύνη του στις τράπεζες τότε προτιμά τον αποθησαυρισμό έναντι των καταθέσεων σε λογαριασμούς όψεως
- συλλογή άγνωστων λέξεων ή κειμένων
- είναι μια ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (εκ του compulsive hoarding), όπου η συνειδητοποίηση της σημασίας του συσσωρευμένων αντικειμενων υπερβαίνει κατά πολύ την πραγματική αξία τους και σε σοβαρές περιπτώσεις, τα σπίτια που ανήκουν σε τέτοιους ανθρώπους μπορεί να αποτελεσουν κίνδυνο πυρκαγιάς ή κίνδυνο για την υγεία (χαρτιά, παράσιτα, σκουπίδια)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποθησαυρίζω και θησαυρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποθησαυρισμός
|