αποκλιμακωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκλιμακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκλιμακώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αποκλιμακωμένος, -η, -ο
- που έχει αποκλιμακωθεί
- Ηταν πιο εύκολο να συνδιαλλαγούν με αποκλιμακωμένη πλέον την σύρραξη που προηγουμένως απειλούσε να οδηγήσει τη χώρα σε εμφύλιο
- → δείτε τη λέξη αποκλιμακώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκλιμακωμένος