αποκριάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αποκριάτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με την Αποκριά ή αναφέρεται σ’ αυτή
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- αποκρηάτικος (παρωχημένη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποκριάτικα
- → δείτε τις λέξεις Αποκριά, από και κρέας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκριάτικος