απολυμαντήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολυμαντήριος < απολυμαίνω + -τήριος < αρχαία ελληνική ἀπολυμαίνομαι < λῦμα
Επίθετο[επεξεργασία]
απολυμαντήριος, -α, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη απολυμαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολυμαντήριος
|