αποσμηκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσμηκτικός < απόσμηξη + -τικός < (ελληνιστική κοινή) ἀπόσμηξις < ἀποσμήχω
Επίθετο[επεξεργασία]
αποσμηκτικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσμηκτικός
|