αποσπασματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσπασματικός < απόσπασμα, (μεταφραστικό δάνειο) από τη γαλλική fragmentaire
Επίθετο[επεξεργασία]
αποσπασματικός -ή -ό
- που περιέχει μόνο αποσπάσματα από κάποιο έργο και όχι το σύνολο
- οι αναφορές που έγιναν ήταν εντελώς αποσπασματικές και δεν έδιναν την πλήρη εικόνα των γεγονότων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσπασματικός