αποστεωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποστεώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αποστεωμένος, -η, -ο
αποστεωμένος, -η, -ο