απόβροχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απόβροχο | τα | απόβροχα |
γενική | του | απόβροχου | των | απόβροχων |
αιτιατική | το | απόβροχο | τα | απόβροχα |
κλητική | απόβροχο | απόβροχα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόβροχο < ουδέτερο του απόβροχος < (ελληνιστική κοινή) ἀποβροχή < ἀπό + βροχή < αρχαία ελληνική βρέχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόβροχο ουδέτερο
- το χρονικό διάστημα αμέσως μετά από κάποια βροχή καθώς και οι καιρικές συνθήκες (κρύο, υγρασία) που επικρατούν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απόβροχα
- αποβροχάρης
- αποβροχάρικος
- αποβρόχια
- απόβροχος
- → δείτε τις λέξεις από, βροχή και βρέχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόβροχο
|