αράβδωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αράβδωτος η αράβδωτη το αράβδωτο
      γενική του αράβδωτου της αράβδωτης του αράβδωτου
    αιτιατική τον αράβδωτο την αράβδωτη το αράβδωτο
     κλητική αράβδωτε αράβδωτη αράβδωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αράβδωτοι οι αράβδωτες τα αράβδωτα
      γενική των αράβδωτων των αράβδωτων των αράβδωτων
    αιτιατική τους αράβδωτους τις αράβδωτες τα αράβδωτα
     κλητική αράβδωτοι αράβδωτες αράβδωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αράβδωτος < α- + ραβδώνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αράβδωτος[1]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. αράβδωτοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας