αραγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αράζω
Μετοχή[επεξεργασία]
αραγμένος, -η, -ο
- που έχει αράξει
- τα πλοία είναι αραγμένα στο βάθος του κόλπου
- (μεταφορικά) που είναι καθισμένος και ήρεμος
- τον βρήκα αραγμένο στο καφενείο