αρμανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αρμανικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους Αρμάνους, ανήκει, αναφέρεται σε ή προέρχεται απο αυτούς.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ρεμενικός (αρβανιτοβλαχικός)
- ρουμανικός