αρμυρόπικρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμυρόπικρος η αρμυρόπικρη το αρμυρόπικρο
      γενική του αρμυρόπικρου της αρμυρόπικρης του αρμυρόπικρου
    αιτιατική τον αρμυρόπικρο την αρμυρόπικρη το αρμυρόπικρο
     κλητική αρμυρόπικρε αρμυρόπικρη αρμυρόπικρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμυρόπικροι οι αρμυρόπικρες τα αρμυρόπικρα
      γενική των αρμυρόπικρων των αρμυρόπικρων των αρμυρόπικρων
    αιτιατική τους αρμυρόπικρους τις αρμυρόπικρες τα αρμυρόπικρα
     κλητική αρμυρόπικροι αρμυρόπικρες αρμυρόπικρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμυρόπικρος < αλμυρόπικρος με τροπή < αλμυρός + -ό- + πικρός

Επίθετο[επεξεργασία]

αρμυρόπικρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]