αρπαχτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρπαχτός | η | αρπαχτή | το | αρπαχτό |
γενική | του | αρπαχτού | της | αρπαχτής | του | αρπαχτού |
αιτιατική | τον | αρπαχτό | την | αρπαχτή | το | αρπαχτό |
κλητική | αρπαχτέ | αρπαχτή | αρπαχτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρπαχτοί | οι | αρπαχτές | τα | αρπαχτά |
γενική | των | αρπαχτών | των | αρπαχτών | των | αρπαχτών |
αιτιατική | τους | αρπαχτούς | τις | αρπαχτές | τα | αρπαχτά |
κλητική | αρπαχτοί | αρπαχτές | αρπαχτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αρπαχτός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που γίνεται γρήγορα και βιαστικά
- (ουσιαστικοποιημένο) αρπαχτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αρπάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρπαχτός
|