αρχαιοπρεπής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρχαιοπρεπής, Κατηγορία:Αρχαιοπρεπείς όροι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιοπρεπής η αρχαιοπρεπής το αρχαιοπρεπές
      γενική του αρχαιοπρεπούς* της αρχαιοπρεπούς του αρχαιοπρεπούς
    αιτιατική τον αρχαιοπρεπή την αρχαιοπρεπή το αρχαιοπρεπές
     κλητική αρχαιοπρεπή(ς) αρχαιοπρεπής αρχαιοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιοπρεπείς οι αρχαιοπρεπείς τα αρχαιοπρεπή
      γενική των αρχαιοπρεπών των αρχαιοπρεπών των αρχαιοπρεπών
    αιτιατική τους αρχαιοπρεπείς τις αρχαιοπρεπείς τα αρχαιοπρεπή
     κλητική αρχαιοπρεπείς αρχαιοπρεπείς αρχαιοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχαιοπρεπής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχαιοπρεπής (αρχαιοπρεπής, κυρίως για λογοτεχνικά σχήματα) < αρχαία ελληνική ἀρχαιοπρεπής (σεβάσμιος, διαπρεπής)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çe.o.pɾeˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χαι‐ο‐πρε‐πής

Επίθετο[επεξεργασία]

αρχαιοπρεπής, -ής, -ές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]