αρύβαλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρύβαλλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρύβαλλος οι αρύβαλλοι
      γενική του αρύβαλλου
αρυβάλλου
των αρύβαλλων
αρυβάλλων
    αιτιατική τον αρύβαλλο τους αρύβαλλους
αρυβάλλους
     κλητική αρύβαλλε αρύβαλλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αρύβαλλος από την Κάμειρο της Ρόδου στο Λούβρο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρύβαλλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρύβαλλος [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɾi.va.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρύ‐βαλ‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρύβαλλος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]