ασαπούνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασαπούνιστος
- που δεν πλύθηκε με σαπούνι
- δεν πρέπει να τρως φαγητό με ασαπούνιστα χέρια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασαπούνιστος
|