ασυνταύτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνταύτιστος < α- + συνταυτίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυνταύτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει συνταυτιστεί
- αυτά τα δύο χρώματα είναι ασυνταύτιστα μεταξύ τους και κάνουν το δωμάτιο να φαίνεται άσχημο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασυνταυτίστως
- → δείτε τις λέξεις συνταυτίζω, ταυτίζω και αυτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυνταύτιστος
|