ασυντρόφιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυντρόφιαστος < α- + συντροφιάζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυντρόφιαστος
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ασυντρόφευτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασυντρόφιαστα
- → δείτε τη λέξη σύντροφος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυντρόφιαστος
|