αφαιρετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφαιρετός < αρχαία ελληνική ἀφαιρετός
Επίθετο[επεξεργασία]
αφαιρετός, -ή, -ό
- που μπορεί να αφαιρεθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αφαιρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφαιρετός