βάι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- βάι< (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάι < τουρκική vay < περσική وای (vay)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvai̯/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βάι
Επιφώνημα
[επεξεργασία]βάι
- (λαϊκότροπο) (συνήθως επαναλαμβανόμενο όπως βάι βάι) για έκφραση λύπης, σχετλιασμού, θρήνου ή καημού
- ※ Ναϊλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία! (Πάρθεν η Ρωμανία, δημοτικό του Πόντου)
- ※ Βάι, ανεφώνησε. Τι σ' έκαμαν οι Ρούσσοι και δεν τους αρέσεις; (Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ-Σελήμ)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιφώνημα
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάι | τα | βάγια |
γενική | του | βαγιού | των | βαγιών & βαΐων |
αιτιατική | το | βάι | τα | βάγια |
κλητική | βάι | βάγια | ||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- βάι < → δείτε τη λέξη βάγιο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈva.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη βάγιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βάι
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (ποντιακά)
- Λήμματα με παραθέματα (ποντιακά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)