βάγια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈva.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐για
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάγιο | τα | βάγια |
γενική | του | βάγιου & βαγιού |
των | βάγιων & βαγιών |
αιτιατική | το | βάγιο | τα | βάγια |
κλητική | βάγιο | βάγια | ||
Δείτε και την κλίση του βάιο. | ||||
Κατηγορία όπως «ανώμαλα ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- βάγια: πληθυντικός αριθμός του βάγιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάγια ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
- (χριστιανισμός) κλαδιά από διάφορα φυτά (φοίνικας, μυρτιά, δάφνη) που δίνονται στην εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάγια
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάγια | οι | βάγιες |
γενική | της | βάγιας | των | βαγιών |
αιτιατική | τη | βάγια | τις | βάγιες |
κλητική | βάγια | βάγιες | ||
Γράφεται ως προπαροξύτονο αλλά προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- βάγια < τα βάγια (ουδέτερο, πληθυντικός) που θεωρήθηκε ενικός θηλυκού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάγια θηλυκό
- (φυτό, λαϊκότροπο) η δάφνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάγια
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάγια | οι | βάγιες |
γενική | της | βάγιας | των | βαγιών |
αιτιατική | τη | βάγια | τις | βάγιες |
κλητική | βάγια | βάγιες | ||
Γράφεται ως προπαροξύτονο αλλά προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- βάγια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαγία < ελληνιστική κοινή βαΐα < λατινική *bajia (υστερολατινική bajula (τροφός))
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάγια θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάγια
|
Πηγές[επεξεργασία]
- βάγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)