βατραχοπέδιλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βατραχοπέδιλο τα βατραχοπέδιλα
      γενική του βατραχοπέδιλου των βατραχοπέδιλων
    αιτιατική το βατραχοπέδιλο τα βατραχοπέδιλα
     κλητική βατραχοπέδιλο βατραχοπέδιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βατραχοπέδιλα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βατραχοπέδιλο < βατραχ(άνθρωπος) + -ο- + πέδιλο[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.tɾa.xoˈpe.ði.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐τρα‐χο‐πέ‐δι‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βατραχοπέδιλο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις βάτραχος και πέδιλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]