βεβαιωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βεβαιωτικός < (ελληνιστική κοινή) βεβαιωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βεβαιωτικός
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- βεβαιωτικά μόρια: (γραμματική) που εκφράζουν βεβαίωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βεβαιωτικός