βελανιδένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βελανιδένιος | η | βελανιδένια | το | βελανιδένιο |
γενική | του | βελανιδένιου | της | βελανιδένιας | του | βελανιδένιου |
αιτιατική | τον | βελανιδένιο | τη | βελανιδένια | το | βελανιδένιο |
κλητική | βελανιδένιε | βελανιδένια | βελανιδένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βελανιδένιοι | οι | βελανιδένιες | τα | βελανιδένια |
γενική | των | βελανιδένιων | των | βελανιδένιων | των | βελανιδένιων |
αιτιατική | τους | βελανιδένιους | τις | βελανιδένιες | τα | βελανιδένια |
κλητική | βελανιδένιοι | βελανιδένιες | βελανιδένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βελανιδένιος < βελανιδιά + -ένιος
Επίθετο[επεξεργασία]
βελανιδένιος
- φιταγμένος από ξύλο βελανιδιάς, ο δρύινος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βελανιδένιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)