βενιζελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βενιζελικός < ανθρωπωνύμιο Βενιζέλ(ος) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βενιζελικός, -ή, -ό
- (πολιτική) ο σχετικός με πολιτικό με το όνομα Βενιζέλος, την πολιτική του ή το κόμμα του, ειδικότερα του Ελευθέριου Βενιζέλου
- ↪ η βενιζελική πολιτική
Επίθετο[επεξεργασία]
βενιζελικός, -ή / -ιά, -ό
- (ιστορία, πολιτική) ο οπαδός πολιτικού με το όνομα Βενιζέλος, ειδικότερα του Ελευθέριου Βενιζέλου
- ↪ η διαμάχη των βενιζελικών με τους αντιβενιζελικούς, τους βασιλικούς, έφερε τον Διχασμό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βενιζελικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θηλυκός' (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)