βρούβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρούβα | οι | βρούβες |
γενική | της | βρούβας | των | βρουβών |
αιτιατική | τη | βρούβα | τις | βρούβες |
κλητική | βρούβα | βρούβες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρούβα < μεσαιωνική ελληνική βρούβα < σλαβικής προέλευσης руб / ръб (πβ. τσεχικά vrub) < πρωτοσλαβική *rǫbъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρούβα θηλυκό
- (φυτό) είδος φαγώσιμου άγριου χόρτου της οικογένειας των Σταυρανθών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρούβα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)